- κούκλος
- ο1) кукла-мальчик; 1) ирон. красавчик (о красивом, чаще глуповатом юноше)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κούκλος — ο 1. ανθρώπινο ομοίωμα που παριστάνει αγόρι ή άνδρα 2. μτφ. πολύ ωραίος άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα κατά το σχήμα αρσεν. ος: θηλ. α (π.χ. ωραίος: ωραία)] … Dictionary of Greek
κούκλος — ο 1. κούκλα που παρασταίνει παιδί ή άντρα. 2. ο ωραίος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia